Διδώ Σωτηρίου - "Το σπίτι μου"
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 4A|A :: Μάθημα Λογοτεχνίας (4Α|Α) - Καθηγητής: κ.Γκέντζος :: Α' Τρίμηνο: Το φύλο στην λογοτεχνία :: Καταχώρηση πηγών (Το φύλο στη λογοτεχνία)
Page 1 of 1
20111106
Διδώ Σωτηρίου - "Το σπίτι μου"
Η ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ μιλά για τη μητέρα της:
Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι: «Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώ νεσαι τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το 'ξερε.
Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με μανία. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σα φτερού γες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη:
- Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου!
Στο σπίτι δυο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξη μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τόνε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτά νουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατα της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύ πναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κι ένα μυξιάρικο να τσι ρίξει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη να ζυμώσει, να πλύ νει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.
Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι: «Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώ νεσαι τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το 'ξερε.
Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με μανία. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σα φτερού γες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη:
- Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου!
Στο σπίτι δυο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξη μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τόνε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτά νουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατα της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύ πναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κι ένα μυξιάρικο να τσι ρίξει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη να ζυμώσει, να πλύ νει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.
Eleni Acquarone- Gender :
Posts : 14
Age : 27
Permissions in this forum:
You cannot reply to topics in this forum
|
|