Current date/time is Sat Jul 27, 2024 6:20 am
Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα
Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ' έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!
Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν έιμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ' είχε πέτρα κάνει ο πόνος.
Ώ Πηνελόπη, αγρύπνησα, 'τί μου είχες γίνει ταίρι,
τη νύχτα ενός εξάμετρου μάς φώτιζε τ' αστέρι,
γυναίκα, λύρα, και τα δυο κυρίαρχα, τόσο ωραία!
Όσο δεν είταν τρομερό το τόξο σου, Oδυσσέ
ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Φαντασία δέσποινα, έλα,
τρέξε πρωτοστάτη Νου,
σύρτε αδάμαστες δουλεύτρες,
ω νεράιδες του Ρυθμού,
κι απ’ του πόθου τα βαθιά,
τα ψηλά του λογισμού
φέρτε, φέρτε, του μαρμάρου
τ’ άνθια και του χρυσαφιού,
τα λαμπρόηχα λόγια φέρτε,
και ρυθμίστ’ ένα παλάτι
και στυλώστε μέσα εκεί
του Ηλιου το είδωλο, και κείνο
υπερούσια καμωμένο
από ηλιοφεγγοβολή.
"Ο ανώνυμος λοιπόν πατήρ της ηρωίδος μου ήτο Άγγλος μοναχός εκ τίνος δε επαρχίας δεν ηδηνήθην να μάθω, μη ούσης ακόμη διηρημένης της Βρεταννίας εις κομιτάτα προς ευκολίαν των εισπρακτόρων. Κατήγετο δε εκ των Ελλήνων εκείνων αποστόλων, οίτινες εφύτευσαν τον πρώτον σταυρόν εις την χλοεράν Ιρλανδίαν (...). Η δε μήτηρ αυτής εκαλείτο Γιούθα, ήτο ξανθή και έβοσκε τας χήνας Σάξωνος βαρόνου. Ούτος καταβάς την παραμονήν συμποσίου, ίνα εκλέξην την παχυτέραν, ωρέχθη και της ποιμενίδος, ήν από του ορνιθώνος μετέφερεν εις στον κοιτώνα. Βαρυνθείς αυτήν μετ' ολίγον την έδωκεν εις τον οινοχόον, ο οινοχόος...
Ενα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται
Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί ακριβώς οι νύχτες
Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο
Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους
Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους
Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται - ήρθε φαίνεται πια η αθανασία
Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε σώμα κι έγινε άνεμος
Δυνατός- η αθανασία φαίνεται ήρθε.
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες
Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.
I
Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι
Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι
Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.
Αντιλήψεις που επικρατούσαν στην Κίνα παλιότερα:
"Η γιαγιά μου ήταν καλλονή. Είχε πρόσωπο οβάλ, ρόδινα μάγουλα και φωτείνο δέρμα. Τα μακριά γυαλιστερά μαύρα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε μια χοντρή πλεξούδα που έφτανε μέχρι τη μέση της. Ήταν σεμνή οταν χρειαζόταν, δηλαδή σχεδόν πάντα, αλλά κάτω από το ήρεμο παρουσιαστικό της ξεχείλιζε μια καταπιεσμένη ενέργεια.Ήταν μικροκαμωμένη, περίπου ένα κι εξήντα, με λεπτό κορμί και γυρτούς ώμους που θεωρούνταν το ιδανικό.
Αλλά το μεγαλύτερο προσόν της ήταν τα δεμένα πόδια της που στα κινέζικα ονομάζονταν <<μικρούτσικα χρυσά κρίνα>>....
Πριν απ' τα μάτια μου είσουν φως,
πριν απ' τον έρωτα Έρωτας,
κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα.
Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει,
σιγά-σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!
Eτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί,
έτσι καθώς αγγίξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα,
έτσι καθώς αστραψανε χελιδονοουρές,
σάστησαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές,
σάστησαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια,
κι όλα μαζί συνάχτηκάν κι όλα μαζί την είδαν,
κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!
Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός, μεθάει ο κόσμος όλος,
όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει.
Τη λέει ο νάνος ερωδιός...
Oταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που βάζει ανύποπτη μες τα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονοματά τους - πέστε μου
είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συνεφιά του κόσμου;
΄Ηταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
σκύψανε τα βουνά της θράκης να φανεί
στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε,
σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του,
βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα.
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,
καβάλλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν,
ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
κ' ήρθαν από της γης τα πέρατα
οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων...
Users browsing this forum: None
Moderator
Dimitris Alexiadis
Permissions in this forum:
You cannot post new topics in this forum
You cannot reply to topics in this forum
Legend
- New posts
- New posts [ Popular ]
- New posts [ Locked ]
- No new posts
- No new posts [ Popular ]
- No new posts [ Locked ]
- Announcement
- Sticky
- Global announcement